- υποστρώνω
- μετ. подстилать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποστρώνω — ὑποστρώννυμι ΝΜΑ, και ὑποστρωννύω ΜΑ, και ὑποστορέννυμι και ὑποοτόρνυμι Α [στρώνω] στρώνω αποκάτω αρχ. 1. (ιδίως) στρώνω το κρεβάτι κάποιου 3. (στον παθ. παρακμ.) ὑπέστρωμαι μτφ. υπόκειμαι σε κάποιον ή σε κάτι 4. φρ. α) «λέκτρα ὑποστρώννυμι τινι» … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υποστορέννυμι — Α βλ. υποστρώνω … Dictionary of Greek
υποστρώννυμι — και ὑποστρωννύω ΜΑ βλ. υποστρώνω … Dictionary of Greek
υποστόρνυμι — Α βλ. υποστρώνω … Dictionary of Greek
υπόστρωση — η / ὑπόστρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑποστρώννυμι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποστρώνω … Dictionary of Greek